- ταχυστρεφής
- -ές, Μαυτός που στρέφεται εύκολα, εύστροφος («καλὸν δὲ οὐδὲν ἧττον καὶ γλῶσσα γοργὴ καὶ ταχυστρεφής», Πρόδρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ-* + -στρεφής (< στρέφομαι μέσω ενός αμάρτυρου ουδ. *στρεφής), πρβλ. ἀμφι-στρεφής].
Dictionary of Greek. 2013.